Έχει στενή συγγένεια με το κρεμμύδι και είναι ανθεκτικό φυτό με ζωηρή ανάπτυξη. Η καταγωγή του είναι από τη Μέση Ανατολή και από τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου και διαδόθηκε στην Ευρώπη από τους Ρωμαίους. Καλλιεργείται για το βολβό και τα φύλλα του. Ο πολλαπλασιασμός του πράσου γίνεται με σπόρο. Τον πρώτο χρόνο, από ένα βλαστό αναπτύσσονται μακριά φύλλα σε σχήμα λόγχης και μία παχιά σαρκώδη βάση. Οι σαρκώδεις βάσεις των φύλλων καλύπτουν η μία την άλλη και σχηματίζουν ένα σχεδόν κυλινδρικό, παχύ και μακρύ βολβό. Ο βολβός αυτός φτάνει σε μήκος τα 40-50 εκατοστά. Στη βάση του βολβού αναπτύσσεται ένας θύσανος με ρίζες που προχωρούν σε μεγάλο βάθος. Κατά το δεύτερο χρόνο, ανάμεσα από τα φύλλα αναπτύσσεται ένα μακρύ στέλεχος που καταλήγει σε μία μεγάλη ταξιανθία, η οποία έχει 300-400 λευκά ή ρόδινα άνθη. Ο καρπός του πράσου είναι κάψα και περικλείει πολλά μαύρα σπόρια. Η σπορά μπορεί να γίνει είτε απευθείας στο χωράφι, είτε σε ειδικό ψυχρό σπορείο κατά το μήνα Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο. Μετά τη σπορά πρέπει να περάσουν 2 – 3 μήνες, μέχρι να βγουν τα φυτάρια. Η μεταφύτευση γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, όχι όμως απευθείας, καθώς τα φυτάρια πρέπει να μείνουν σε ειδικό ξηρό μέρος και να ξεραθούν. Η συγκομιδή γίνεται το χειμώνα. Το πράσο είναι ανθεκτικό στις χαμηλές θερμοκρασίες και μπορεί να αντέξει και σε θερμοκρασία κοντά στους 0 βαθμούς.
Το πράσο μαγειρεύεται είτε ολόκληρο, είτε μόνο ο βολβός του, και χρησιμοποιείται σε σούπες, ως συμπλήρωμα σε πατάτες, με ρύζι (πρασόρυζο), ενώ φτιάχνει και καταπληκτικές σάλτσες. Η γεύση του μοιάζει με αυτή του κρεμμυδιού αλλά είναι πιο ήπια και πιο γλυκιά.